πολυπροσωπία

πολυπροσωπία
η
η ιδιότητα του πολυπρόσωπου, η ποικιλομορφία, η ανειλικρίνεια, η πρωτεϊκότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυπροσωπία — η, Ν [πολυπρόσωπος] 1. το να έχει κάτι πολλά πρόσωπα 2. το να είναι κανείς ανειλικρινής, το να είναι πολυπρόσωπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”